- ανθυγιεινός
- η , ό[ν]1) нездоровый, вредный для здоровья; 2) антисанитарный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθυγιεινός — ή, ό μη υγιεινός, επιβλαβής για την υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθ * + υγιεινός. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή της ιατροδικαστικής και της τοξικολογίας Γεώργιο Βάφα (1850 1911)] … Dictionary of Greek
ανθυγιεινός, -ή — ό αυτός που βλάφτει στην υγεία: Το κλίμα της περιοχής αυτής είναι ανθυγιεινό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλιότοπος — ο άθλιος, ελεεινός τόπος (άγονος, φτωχός ή ανθυγιεινός), δύσβατος τόπος, κακοτοπιά … Dictionary of Greek
ανεμοφθορία — η (Α ἀνεμοφθορία) η φθορά που προκαλείται στις καλλιέργειες από ανέμους αρχ. βαριά, λοιμώδης νόσος την οποία προκαλεί ανθυγιεινός αέρας … Dictionary of Greek
ανθυγιεινότης — ( τητος), η η ιδιότητα του ανθυγιεινού, η νοσηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθυγιεινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γερμανό γιατρό Βερνάρδο Όρνσταϊν στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αντι- — (AM ἀντι ) (< πρόθ. αντί). Κατά τη σύνθεση, η πρόθεση αντί προ φωνήεντος εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη του ι ως αντ είτε, αφομοιωτικά, ως ανθ , όταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται, μολονότι σε νεώτερα ιδίως σύνθετα ή και σε αρχαία από… … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
δυσάερος — δυσάερος, ον (Α) 1. (για χώρο) που έχει νοσηρό, βλαβερό αέρα 2. (για ατμόσφαιρα) ανθυγιεινός … Dictionary of Greek
κακόχυμος — η, ο (AM κακόχυμος, ον) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από κακοχυμία αρχ. 1. (για πρόσ. ή τροφές) αυτός που έχει κακούς, νοσηρούς χυμούς 2. (για τροφές) α) ανθυγιεινός β) αυτός που έχει κακή γεύση 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόχυμον η κακοχυμία.… … Dictionary of Greek
τρώγλη — η, ΝΜΑ, και τρῶγλα Α 1. κοιλότητα γης, φυσική ή τεχνητή, σπηλιά 2. φωλιά ζώου νεοελλ. μτφ. ανήλιος, ανθυγιεινός και στενόχωρος τόπος κατοικίας («είναι τόσο φτωχός ώστε ζει σε μια τρώγλη») αρχ. 1. οπή σε τοίχο ή σε ύψωμα, ποντικότρυπα 2. οπή σε… … Dictionary of Greek